- παραβάλλω
- ΝΜΑπαραθέτω για σύγκριση, συγκρίνω, παραλληλίζω (α. «δεν μπορώ να παραβάλω την εργασία τους, γιατί είναι και τών δύο άριστη» β. «παραβαλόντες οὖν παρ' ἀλλήλους σκεψώμεθα», Πλάτ.)μσν.-αρχ.προσφέρω κάτι σε κάποιον ως δόλωμα για να τόν προσελκύσωαρχ.1. βάζω ή ρίχνω κάτι κοντά ή μπροστά σε κάποιον («παρέβαλε τοῑς ἵπποις τὴν ἀμβροσίαν», Πλάτ.)2. (μόνο το παθ.) ρίχνω κάτι αμελώς («τάριχος... ἀπόνως παραβεβλημένον», Αριστοφ.)3. ρίχνω ενδιάμεσα, παρεμβάλλω («ὕλης φακέλους παρέβαλον ἀπὸ τοῡ χώματος ἐς τὸ μεταξύ», Θουκ.)4. εκθέτω κάτι ενώπιον κάποιου ή κατά πρόσωπο («παραβάλλων αὐτῷ τὰ τῶν προγόνων ἔργα», Αισχίν.)5. εκθέτω ή παραδίδω κάποιον στην εξουσία άλλου («παρέβαλέν τ' ἐμὲ παρὰ γένος ἀνόσιον», Αριστοφ.)6. προβάλλω, δείχνω κάτι («ἄν δ' ἀληθινὸν σαυτὸν παραβάλλῃ», Ποσειδ.)7. βάζω κάτι κοντά σε κάτι άλλο8. (σχετικά με πλοίο ή λέμβο) φέρνω σε παράπλευρη θέση, κάνω να πλευρίσει9. εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον («καὶ παῑδας παρέβαλε αὐτοῑσι... τὴν Ἑλλάδα γλῶσσαν ἐκδιδάσκεσθαι», Ηρόδ.)10. (κατά τον Ησύχ.) «παραβαλεῑςἀπατήσεις»11. συναντώ («ὄταν παραβάλλωσιν ἀλλήλοις», Πολ.)12. διαιρώ έναν αριθμό με άλλον («παραβάλλω τι παρά τι», Διόφ.)13. (αμτβ.) α) έρχομαι κοντά, πλησιάζω, φθάνωβ) πορεύομαι διά θαλάσσης, διαπλέω («ναῡς Πελοποννησίων ἐς Ἰωνίαν παραβαλεῑν», Θουκ.)γ) έρχομαι κοντά σε έναν τόπο, φθάνω κοντά ή παραπλεύρως σε κάτι («περὶ Ῥόδον παραβαλόντος ναυτικοῡ στόλου», Αριστοτ.)δ) (για πτηνό) πετώ κατά μήκος τής ξηράςε) στρέφομαι σε κάτι, επιδίδομαι σε κάτι («παραβάλλειν εἰς ἡδονὰς», Αριστοτ.)στ) (στην αστρολογία) (για ουράνια σώματα) έχω την ίδια άνοδο, την ίδια ανάβαση14. μέσ. παραβάλλομαια) ταξιθετώ, ταξινομώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο («μᾱζας ἐπὶ κάλαμον παραβαλλόμενοι», Πλάτ.) β) εκθέτω τον εαυτό μου ή άλλον σε κίνδυνο, διακινδυνεύω («αἰὲν ἐμὴν ψυχὴν παραβαλλόμενος πολεμίζειν», Ομ. Ιλ.)γ) (με απρμφ.) τολμώ να κάνω κάτι («ὀλίγους δὲ τῶν νεωτάτων παραβαλέσθαι προεισελθεῑν εἰς τὴν πόλιν», Πλούτ.)δ) καταθέτω το ποσό που μού αντιστοιχεί σε στοίχημα («ἔδοξεν οὖν αὐτοῑς... παραβαλέσθαι δραχμῶν ἕκαστον δεκαδύο», Φιλόδ.)ε) εξαπατώ, προδίδω («μηδέ τε ἐμὲ παραβάλῃ», Ηρόδ.)στ) ανταγωνίζομαι, παραβγαίνω15. παθ. εκτείνομαι παραλλήλως, κείμαι κατά μήκος («Εὔβοια τῇ ἠπείρῳ παραβεβλημένη», Στράβ.)16. φρ. α) «ὄμμα παραβάλλω» — λοξοκοιτάζω φοβισμένος, ρίχνω λοξό βλέμμαβ) «τὸν ὀφθαλμὸν παραβάλλω εἴς τινα» — βλέπω με επιθυμία κάποιονγ) «παραβάλλω τὸ οὖς» — προσπαθώ να ακούσω ή να καταλάβω κάτιδ) «παραβάλλω τοὺς γομφίους» — θέτω σε ενέργεια τους γομφίους οδόντεςε) «παραβάλλω τὸ θύριον» — κλείνω το πορτάκιστ) «παραβάλλω στόμα τινί» — στρέφω τον λόγο σε κάποιον, εγκωμιάζω κάποιονζ) «παραλληλόγραμμον παραβάλλω παρὰ εὐθεῑαν» — εφαρμόζω παραλληλόγραμμο σε ευθεία γραμμήη) «παραβολῇ παραβάλλω» — εκφράζω με παραβολή (ΚΔ).
Dictionary of Greek. 2013.